- ἐρικτός
- -ή,-όν A 1-0-0-0-0=1 Lv 2,14ground, pounded (of grain)Cf. HARLÉ 1988, 91
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
истлачен — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = прил. (греч. ἐρικτός) крупно смолотый. … … Словарь церковнославянского языка
ερεικτός — ἐρεικτός και ἐρικτός, ή, όν (Α) [ερείκω] 1. (για όσπρια) ο χονδραλεσμένος, ο χονδροκοπανισμένος 2. (το ουδ. συνήθ. στον πληθ.) τὸ ἐρ(ει)κτὸν και τὰ ἐρ(ε)ικτά το χονδραλεσμένο σιτάρι, το πλιγούρι … Dictionary of Greek
κατερικτός — και δ. γρφ. κατερεικτός, ή, όν (Α) 1. (για όσπρια) κοπανισμένος, αλεσμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατερικτά... οί δέ κατερρωγότα ιμάτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρικτός / ἐρεικτός (< ἐρείκω «κοπανίζω»)] … Dictionary of Greek